Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

το ταπέτο

См. также в других словарях:

  • ταπέτο — Oνομάζεται και χαλί. Υφαντό επίστρωμα για το δάπεδο και για την εσωτερική επιφάνεια των τοίχων. Κατασκευάζεται κυρίως από μαλλί και είναι χειροποίητο ή μηχανοποίητο. Ως χώρες κατασκευής τ. αναφέρονται η Αίγυπτος, η Περσία, η Μεσοποταμία, η… …   Dictionary of Greek

  • ταπέτο — το (λ. ιταλ.) 1. μικρός τάπητας, μικρό χαλί. 2. τάπητας, χαλί: Το πάτωμα του καταστήματος έχει ταπέτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πεγκί, Σαρλ — (Peguy, Charles, Ορλεάν 1873 – Βιλρουά 1914). Γάλλος συγγραφέας, ποιητής και δημοσιογράφος. Σοσιαλιστής, έπειτα καθολικός ορθόδοξος και εθνικιστής, σκοτώθηκε στον πόλεμο, κατά τη μάχη του Μάρνη. Ο Π. άσκησε κολοσσιαία επίδραση, με αντιγερμανικές… …   Dictionary of Greek

  • καραβάνι — Ομαδική πορεία, κυρίως μεταναστών, προσκυνητών ή εμπόρων, η οποία συνήθως πραγματοποιείται με καμήλες, υποζύγια ή τροχοφόρα. Η λέξη κ. προέρχεται από την περσική λέξη κερβάν, που χαρακτήριζε αρχικά τις νομαδικές φυλές, είτε αυτές μετακινούνταν… …   Dictionary of Greek

  • ταπήτιο — το / ταπήτιον, ΝΑ, και ταπῆτιν Α [τάπης, ητος] υποκορ. ταπέτο νεοελλ. 1. ανατ. σχηματισμός τού κεντρικού νευρικού συστήματος από λευκές ίνες υπό μορφή τάπητα («ταπήτιο τού μεσολοβίου») 2. ζωολ. στιβάδα τού χοριοειδούς χιτώνα τού ματιού ορισμένων… …   Dictionary of Greek

  • ταπετσαρία — η, Ν 1. επίστρωμα εσωτερικών τοίχων κατοικίας από ειδικό χαρτί, ύφασμα ή πλαστικό για λόγους προστασίας και διακόσμησης 2. επίστρωση επίπλων, ιδίως καθισμάτων, κρεβατιών και καναπέδων με ειδικό γέμισμα και επένδυσή τους με ύφασμα, πλαστικό ή… …   Dictionary of Greek

  • ταπισερί — Διεθνώς αποδεκτός όρος για τον χαρακτηρισμό διακοσμητικού χειροποίητου υφαντού, λεπτής και επίπονης επεξεργασίας. Ο όρος είναι γαλλικός (tapisserie) και υποδηλώνει χαλί του τοίχου. Πριν από την εμφάνιση των χαλιών του τοίχου σκέπαζαν ολόκληρους… …   Dictionary of Greek

  • Μαμελούκοι — (από το αραβικό μαμλούκ = δούλος). Ονομασία στρατιωτικής κάστας αποτελούμενης από δούλους, σωματοφυλακής των σουλτάνων της Αιγύπτου αρχικά (9ος αι.), και της δυναστείας την οποία δημιούργησαν αποκτώντας αργότερα την εξουσία (12ος 19ος αι.). Η… …   Dictionary of Greek

  • τάπητας — ο 1. παχύ μάλλινο ύφασμα για στρωσίδι δαπέδου ή τοίχου, χαλί, ταπέτο. 2. ό,τι χρησιμεύει για επίστρωση ή μοιάζει με χαλί: Ασφαλτικός τάπητας του δρόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»